γύννις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γύννις < γυνή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γύννις-ιδος αρσενικό