γύρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γύρισμα < μεσαιωνική ελληνική γύρισμα(ν) < γυρίζ(ω) + -μα(ν)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈʝi.ɾi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γύ‐ρι‐σμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γύρισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του γυρίζω
- ≈ συνώνυμα: περιστροφή, στροφή, συστροφή
- η επιστροφή
- το τριγύρισμα, το ταξίδι
- η αναστροφή, το αναποδογύρισμα
- (μουσική) η επωδός, το τσάκισμα
- (μουσική) η αλλαγή ρυθμού
- η κινηματογράφηση
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- Γυρίσματα (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]→ δείτε τις λέξεις στροφή, επιστροφή, τριγύρισμα, αναποδογύρισμα, επωδός και κινηματογράφηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)