γύφτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γύφτος | οι | γύφτοι |
γενική | του | γύφτου | των | γύφτων |
αιτιατική | τον | γύφτο | τους | γύφτους |
κλητική | γύφτο & γύφτε |
γύφτοι | ||
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γύφτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Γύφτος < αρχαία ελληνική Aἰγύπτιος < Αἴγυπτος < αρχαία αιγυπτιακή ḥwt kꜣ ptḥ
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γύφτος αρσενικό (θηλυκό: γύφτισσα)
- (μειωτικό) ο τσιγγάνος
- (λογοτεχνικό)
- ※ Γύφτισσα τονε βύζαξε, για τούτο έχει φτερά. / Σέρβικο τραγούδι (Κωστής Παλαμάς, Ο δωδεκάλογος του γύφτου, Λόγος Α' Ο ερχομός (υπότιτλος) @greek-language.gr)
- (μεταφορικά) άτομο που ζει σε χώρο ακατάστατο και βρόμικο
- (μεταφορικά) πολύ μελαψός άνθρωπος
- (ιδιωματισμός, παρωχημένο) ο σιδεράς
- ※ Όλους αυτούς τους έστρωσε λίγο-πολύ, όσο μπορεί να ισιώσει ο γύφτος ένα σίδερο στραβό χτυπώντας το στο αμόνι (Σωτήρης Πατατζής Κάιζερ! Κάιζερ! [διήγημα])
- (ιδιωματισμός, παρωχημένο) οργανοπαίχτης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Παροιμίες[επεξεργασία]
- βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του
- βρήκε ο γύφτος βούτυρο άρχισε να αλείφει και τον κώλο του
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
γύφτος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καμαρότος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία αιγυπτιακά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)