Μετάβαση στο περιεχόμενο

γύψωσις

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γύψωσῐς αἱ γυψώσεις
      γενική τῆς γυψώσεως τῶν γυψώσεων
      δοτική τῇ γυψώσει ταῖς γυψώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν γύψωσῐν τὰς γυψώσεις
     κλητική ! γύψωσῐ γυψώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γυψώσει
γεν-δοτ τοῖν  γυψωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γύψωσις (ελληνιστική κοινή) < γυψόω, γυψώ + -σις < ἡ γύψος[1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: (καθαρεύουσα) γύψωσις νέα ελληνικά: γύψωση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γύψωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. γύψος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.