γῆ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | γῆ | αἱ | γαῖ |
γενική | τῆς | γῆς | τῶν | γῶν |
δοτική | τῇ | γῇ | ταῖς | γαῖς |
αιτιατική | τὴν | γῆν | τὰς | γᾶς |
κλητική ὦ! | γῆ | γαῖ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γᾶ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γαῖν | ||
Μόνο συνηρημένο. Σπάνιοι οι τύποι πληθυντικού. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γαλέη γαλῆ', Κατηγορία 'γαλῆ' όπως «γαλῆ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
γῆ < αβέβαιης ετυμολογίας → δείτε και τις λέξεις γαία και αἶα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γῆ θηλυκό
- έδαφος
- ↪ γῆν καὶ ὕδωρ αἰτεῖν
- χώμα
- μάνα γη
- → δείτε παράθεμα στο γᾶ
- ξηρά ως αντίθετο της θάλασσας, αλλά και γενικά το περιβάλλον ως αντίθετο του ουρανού
- πατρίδα
- Ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος (Θουκυδίδης, Επιτάφιος)
- ορισμένα ορυκτά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος (Θουκυδίδης, Επιτάφιος)
- τῆς γῆς ἡ ἀρίστη: η πιο εύφορη χώρα
- δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω (Αρχιμήδης)
[επεξεργασία]
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Σύνθετα[επεξεργασία]
- γαιο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα γαιο- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά: γαιονόμος
- γεω- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα γεω- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά: γεωγράφος, γεωμέτρης, γεωμόρος, γεωπέδιον, γεωπόνος, γεωργός
- γη- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα γη- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά: γηγενής, γήπεδον, γηπετής, γήλοφος, γημόρος
Πηγές[επεξεργασία]
- γῆ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γῆ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γαλέη γαλῆ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'γαλῆ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλῆ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά περισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά περισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γαλέη γαλῆ' μόνο συνηρημένα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις περισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)