γῆ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γῆ θηλυκό
- η λέξη γη με το πολυτονικό σύστημα γραφής
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυικός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | γῆ | - | - |
Γενική | γῆς | - | - |
Δοτική | γῇ | - | - |
Αιτιατική | γῆν | - | - |
Κλητική | γῆ | - | - |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
γῆ < αβέβαιης ετυμολογίας δωρικά γᾶ (συνηρημένες μορφές του γέα) και ιωνική γέη < ομηρική γαῖα και Γαῖα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γῆ θηλυκό
- έδαφος
- γῆν καὶ ὕδωρ αἰτεῖν
- χώμα
- μάνα γη
- μᾶ Γᾶ μᾶ Γᾶ, βοὰν φοβερὸν ἀπότρεπε, ὦ πᾶ, Γᾶς παῖ, Ζεῦ. (μάννα μου Γη, μάννα μου Γη, τον φοβερό τον κράχτη, Δία πατέρα, γιέ της Γης, κεραύνωσε και κάνε στάχτη) (Σοφ. Ικέτ. 885. Γρυπάρης)
- ξηρά ως αντίθετο της θάλασσας, αλλά και γενικά το περιβάλλον ως αντίθετο του ουρανού
- πατρίδα
- Ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος (Επιτάφιος Περικλή)
- ορισμένα ορυκτά (Θηραϊκή Γη)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τῆς γῆς ἡ ἀρίστη: η πιο εύφορη χώρα
- δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω (Αρχιμήδης)