γῆρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός |
---|---|
Ονομαστική | γῆρας |
Γενική | γήρως, γήραος (Όμηρος), γήρατος (μεταγενέστερο) |
Δοτική | γήρᾳ, γήραϊ |
Αιτιατική | γῆρας |
Κλητική | γῆρας |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γῆρας < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵerh₂-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γῆρας ουδέτερο
- η γεροντική ηλικία, τα γηρατειά