Μετάβαση στο περιεχόμενο

γῦρις

Από Βικιλεξικό

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γῦρῐς αἱ γύρεις
      γενική τῆς γύρεως τῶν γύρεων
      δοτική τῇ γύρει ταῖς γύρεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν γῦρῐν τὰς γύρεις
     κλητική ! γῦρῐ γύρεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γύρει
γεν-δοτ τοῖν  γυρέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γῦρις < Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανώς συνδέεται με το γυρός.[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /gŷːɾis/ (5ος π.Χ. αιώνας Αττική)
τυπογραφικός συλλαβισμός: γῦρις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γῦρις, -εως θηλυκό

  • η άχνη αλευριού
      2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, Γ, 83
    Φιλιστίων δ᾽ ὁ Λοκρὸς τῶν χονδριτῶν τοὺς σεμιδαλίτας πρὸς ἰσχύν φησι μᾶλλον πεφυκέναι: μεθ᾽ οὓς τοὺς χονδρίτας τίθησιν, εἶτα τοὺς ἀλευρίτας. οἱ δὲ ἐκ γύρεως ἄρτοι γινόμενοι κακοχυλότεροὶ τέ εἰσι καὶ ὀλιγοτροφώτεροι. πάντες δ᾽ οἱ θερμοὶ ἄρτοι τῶν ἐψυγμένων εὐοικονομητότεροι πολυτροφώτεροί τε καὶ εὐχυλότεροι, ἔτι δὲ πνευματικοὶ καὶ εὐανάδοτοι.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
  2. γύριος -  Diccionario Griego-Español (DGE en línea) [Λεξικό ελληνικών (αρχαίων) - ισπανικών online] (στα ισπανικά) του Francisco R. Adrados (Φρανθίσκο Αδράδος) & Juan Rodríguez Somolinos, έως στο λήμμα «ἔξαυος» (συντομογραφίες).