δάκρυον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δάκρυον ουδέτερο
- άλλη μορφή του δάκρυ
- άλλες μορφές: δάκρυο
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
δείτε και την κλίση του δάκρυ | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | δάκρυον | τὰ | δάκρυᾰ & δάκρη | ||||
γενική | τοῦ | δακρύου | τῶν | δακρύων επικός: δακρυόφι(ν) | ||||
δοτική | τῷ | δακρύῳ | τοῖς | δακρύοις | ||||
αιτιατική | τὸ | δάκρυον | τὰ | δάκρυᾰ | ||||
κλητική ὦ! | δάκρυον | δάκρυᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δακρύω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | δακρύοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δάκρυον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dáḱru < *dr̥ḱ-h₂eḱru
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δάκρυον & δάκρυ
- το δάκρυ
- ↪ δάκρυα θερμὰ χέων
- η σταλαγματιά
- ↪ δάκρυον τῆς ἀκάνθης (είδος ρητίνης)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- δάκρυ (ποιητικό)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- δακρυογόνος
- δακρυοπετής (που φέρνει κλάματα)
- δακρυπλώω (κολυμπώ μέσα στο δάκρυ)
- δακρύρροος & δακρυρροέω
- δακρυσίστακτον
- δακρυχέων, -χέουσα και «δάκρυ χέων»
Πηγές[επεξεργασία]
- δάκρυον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δάκρυον, δάκρυ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' εξαιρέσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)