δάκρυον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δάκρυον < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική δάκρυον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δάκρυον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το δάκρυ
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δάκρυον < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *dáḱru < *dr̥ḱ-h₂eḱru
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δάκρυον ( & δάκρυ, πληθ. δάκρυα και δάκρη, γενική πλ. δακρύων και δακρυόφι)
- το δάκρυ
- δάκρυα θερμὰ χέων
- η σταλαγματιά
- δάκρυον τῆς ἀκάνθης (είδος ρητίνης)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- δάκρυ (ποιητικό)
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- δακρυογόνος
- δακρυοπετής (που φέρνει κλάματα)
- δακρυπλώω (κολυμπώ μέσα στο δάκρυ)
- δακρύρροος και δακρυρροέω
- δακρυσίστακτον
- δακρυχέων, -χέουσα και δάκρυ χέων ως δύο λέξεις