δάκτυλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δάκτυλος | οι | δάκτυλοι |
γενική | του | δακτύλου & δάκτυλου |
των | δακτύλων |
αιτιατική | τον | δάκτυλο | τους | δακτύλους |
κλητική | δάκτυλε | δάκτυλοι | ||
όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δάκτυλος < (λόγιο) αρχαία ελληνική δάκτυλος. Δείτε και το δάχτυλο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δάκτυλος αρσενικό
- (λόγιο) το δάχτυλο
- το άτομο ή η δύναμη που κρυφά κατευθύνει τις εξελίξεις προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
- ο ξένος δάκτυλος
- (μετρική) μετρικός πόδας που αποτελείται από μια μακρά (ή τονισμένη) συλλαβή και δύο βραχείες (ή άτονες) (—‿‿)
- Αχ! και να | γύ-ρι-ζαν, | να ‘ρχον-ταν | πίσω _ (Ιωάννης Πολέμης, Χαμένα χρόνια)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δάκτυλος