δάσκαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δάσκαλος | οι | δάσκαλοι |
γενική | του | δασκάλου & δάσκαλου |
των | δασκάλων |
αιτιατική | τον | δάσκαλο | τους | δασκάλους & δάσκαλους |
κλητική | δάσκαλε | δάσκαλοι | ||
Και λαϊκότροπος πληθυντικός, οι δασκάλοι. | ||||
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δάσκαλος < διδάσκαλος < διδάσκω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈða.ska.los/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δάσκαλος αρσενικό (θηλυκό δασκάλα ή δασκάλισσα)
- αυτός που διδάσκει
- (επάγγελμα, εκπαίδευση) ο εκπαιδευτικός που διδάσκει στο δημοτικό σχολείο
- ο αναγνωρισμένος καλλιτέχνης, ο μεγάλος ζωγράφος
- ο δεξιοτέχνης ενός μουσικού οργάνου
- (μεταφορικά) αυτός που αρέσκεται να δίνει συμβουλές στους άλλους
- (αργκό) ο αστυνόμος (στη γλώσσα των κακοποιών)
[επεξεργασία]
- δασκαλάκος
- δασκάλεμα
- δασκαλεμένος
- δασκαλεύω
- δασκαλίκι
- δασκαλικός
- δασκαλισμός
- δασκαλίστικος
- δασκαλίτσα
- διδάσκω
- διδασκαλία
- δίδαγμα
- διδακτικός
- δίδακτρα
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δάσκαλος