δέκαθλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δέκαθλο < (λόγιο δάνειο) γαλλική décathlon[1] < δέκα + άθλον κατά το πένταθλον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δέκαθλο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]