Μετάβαση στο περιεχόμενο

δέκαθλο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δέκαθλο τα δέκαθλα
      γενική του δέκαθλου
& δεκάθλου
των δέκαθλων
& δεκάθλων
    αιτιατική το δέκαθλο τα δέκαθλα
     κλητική δέκαθλο δέκαθλα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δέκαθλο < (λόγιο δάνειο) γαλλική décathlon[1] < δέκα + άθλον κατά το πένταθλον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δέκαθλο ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]