δέκαθλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δέκαθλο | τα | δέκαθλα |
γενική | του | δέκαθλου & δεκάθλου |
των | δέκαθλων & δεκάθλων |
αιτιατική | το | δέκαθλο | τα | δέκαθλα |
κλητική | δέκαθλο | δέκαθλα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δέκαθλο ουδέτερο
- σύνθετο αγώνισμα του στίβου το οποίο είναι εμπνευσμένο από το πένταθλο των Ολυμπιακών Αγώνων της αρχαίας Ελλάδας· περιλαμβάνει δέκα αγωνίσματα: δρόμος 100 μέτρων, άλμα εις μήκος, σφαιροβολία, άλμα εις ύψος, 400 μέτρα, 110 μέτρα μετ' εμποδίων, δισκοβολία, άλμα επί κοντώ, ακοντισμός και δρόμος 1500 μέτρων
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- δέκαθλο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ δέκαθλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας