δέλεαρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δέλεαρ τα δελέατα
      γενική του δελέατος των δελεάτων
    αιτιατική το δέλεαρ τα δελέατα
     κλητική δέλεαρ δελέατα
Σπάνιος ο πληθυντικός.
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δέλεαρ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δέλεαρ (δόλωμα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷelh₁wr̥

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
δέλεαρ ουδέτερο,
  1. μεταπλαστό, τεμάχιο τροφής που προσαρτάται στον άκρο άγκιστρου για τη σύλληψη κυρίως ψαριών
  2. κάτι ελκυστικό και επιθυμητό (αλλά συχνά απατηλό) που προτείνεται σε κάποιον, με σκοπό να τον πείσει να δεχτεί ή να κάνει κάτι
    ⮡ οι αντιπροσωπείες αυτοκινήτων υπόσχονται δωρεάν αξεσουάρ ως δέλεαρ, για να πουλήσουν τα μοντέλα τους και να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό
  3. (συνεκδοχικά) το μέσον με το οποίο εξαπατούμε ή σαγηνεύουμε κάποιον

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δέλεαρ τὰ δελέατ - δέλητ
      γενική τοῦ δελέατος
επικός: δελείατος
τῶν δελεάτων
      δοτική τῷ δελέατ - δέλητι τοῖς δελέασῐ(ν) - δελέασσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ δέλεαρ τὰ δελέατ - δέλητ
     κλητική ! δέλεαρ δελέατ - δέλητ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δελέατε
γεν-δοτ τοῖν  δελεάτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἧπαρ' όπως «ἧπαρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δέλεαρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷelh₁wr̥

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δέλεαρ ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]