δέλεαρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δέλεαρ | τα | δελέατα |
γενική | του | δελέατος | των | δελεάτων |
αιτιατική | το | δέλεαρ | τα | δελέατα |
κλητική | δέλεαρ | δελέατα | ||
Σπάνιος ο πληθυντικός. | ||||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δέλεαρ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δέλεαρ (δόλωμα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷelh₁wr̥
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- δέλεαρ ουδέτερο,
- μεταπλαστό, τεμάχιο τροφής που προσαρτάται στον άκρο άγκιστρου για τη σύλληψη κυρίως ψαριών
- κάτι ελκυστικό και επιθυμητό (αλλά συχνά απατηλό) που προτείνεται σε κάποιον, με σκοπό να τον πείσει να δεχτεί ή να κάνει κάτι
- ⮡ οι αντιπροσωπείες αυτοκινήτων υπόσχονται δωρεάν αξεσουάρ ως δέλεαρ, για να πουλήσουν τα μοντέλα τους και να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό
- (συνεκδοχικά) το μέσον με το οποίο εξαπατούμε ή σαγηνεύουμε κάποιον
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αδελέαστος
- δελεάζω
- δελέασμα
- δελεασμένος
- δελεασμός
- δελεαστικότητα / δελεαστικότης
- δελεαστικά / δελεαστικώς
- δελεαστικός
- → δείτε τη λέξη δόλωμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δέλεαρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | δέλεαρ | τὰ | δελέατᾰ - δέλητᾰ |
γενική | τοῦ | δελέατος επικός: δελείατος |
τῶν | δελεάτων |
δοτική | τῷ | δελέατῐ - δέλητι | τοῖς | δελέασῐ(ν) - δελέασσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | δέλεαρ | τὰ | δελέατᾰ - δέλητᾰ |
κλητική ὦ! | δέλεαρ | δελέατᾰ - δέλητᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δελέατε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δελεάτοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἧπαρ' όπως «ἧπαρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δέλεαρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷelh₁wr̥
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δέλεαρ ουδέτερο
- το δόλωμα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- δέλεαρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δέλεαρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ιδιόκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ἧπαρ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ανώμαλα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ανώμαλα ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἧπαρ' εξαιρέσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά μεταπλαστά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)