δέρη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δέρη αἱ δέραι
      γενική τῆς δέρης τῶν δερῶν
      δοτική τῇ δέρ ταῖς δέραις
    αιτιατική τὴν δέρην τὰς δέρᾱς
     κλητική ! δέρη δέραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δέρ
γεν-δοτ τοῖν  δέραιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δέρη θηλυκό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]