δέρμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δέρμα | τα | δέρματα |
γενική | του | δέρματος | των | δερμάτων |
αιτιατική | το | δέρμα | τα | δέρματα |
κλητική | δέρμα | δέρματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δέρμα < αρχαία ελληνική δέρμα < δέρω
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δέρμα ουδέτερο
- το εξωτερικό στρώμα του σώματος, που προστατεύει άλλους ιστούς και όργανα από το περιβάλλον, όργανο της αφής το οποίο σε μερικά ζώα καλύπτεται από τρίχες και στα ψάρια από λέπια
- το παραπάνω στρώμα που έχει αφαιρεθεί από το σώμα ζώου, είτε κατεργασμένο για ανθρώπινη χρήση είτε που προορίζεται για αυτό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δέρμα
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
δέρμα < δέρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δέρμα ουδέτερο
- δέρμα, τομάρι, προβιά (λέγεται για τα ζώα)
- δέρμα κάποιου
- το καβούκι της χελώνας
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)