δέσμευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δέσμευση | οι | δεσμεύσεις |
γενική | της | δέσμευσης* | των | δεσμεύσεων |
αιτιατική | τη | δέσμευση | τις | δεσμεύσεις |
κλητική | δέσμευση | δεσμεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δεσμεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δέσμευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δέσμευ(σις) (δέσιμο, φυλάκιση) + -ση, (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική binding[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈðe.zmef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δέ‐σμευ‐συ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δέσμευση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δεσμεύω
- το να αναλάβει κάποιος μια υποχρέωση
- η απαγόρευση χρησιμοποίησης περιουσιακών στοιχείων
- (πληροφορική) η κράτηση ενός τμήματος μνήμης για κάποια εργασία
- (προγραμματισμός) η συσχέτιση ενός ονόματος (μεταβλητής, συνάρτησης, κλπ) με μια οντότητα (κώδικας ή δεδομένα) ενός προγράμματος
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Προγραμματισμός:
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανάληψη υποχρέωσης
για περιουσιακά στοιχεία
πληροφορική
προγραμματισμός
[επεξεργασία]
- ↑ δέσμευση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)