δέτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Δέτης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δέτης οι δέτες
      γενική του δέτη των δετών
    αιτιατική τον δέτη τους δέτες
     κλητική δέτη δέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δέτης < πιθανή προέλευση από το δομώ ή δένω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈðe.tis/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δέτης αρσενικό

  1. γκρεμός
  2. διάταξη ή εργαλείο ή ιμάντας που δένει κάτι με κάτι άλλο
    ※  Ιμάντας/δέτης από πολυαμίδιο (nylon) πλάτους 20mm (lifeline anchoring device) Διαμορφώνει σημείο στήριξης σε δύσκολες εφαρμογές. Μέγιστο φορτίο 22kN (Δέτης / Σημείο Στήριξης ADI, toolnet.gr, ανακτήθηκε στις 18/12/2022 [1])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]