δέφω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δέφω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

δέφω

  1. επεξεργάζομαι και μαλακώνω κάτι δουλεύοντάς το με το χέρι
  2. (κατ’ επέκταση) αυνανίζομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Πηγές[επεξεργασία]