δέψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δέψη | οι | δέψεις |
γενική | της | δέψης* | των | δέψεων |
αιτιατική | τη | δέψη | τις | δέψεις |
κλητική | δέψη | δέψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δέψεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δέψη < αρχαία ελληνική δέφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δέψη θηλυκό
- (λόγιο) η επεξεργασία του ακατέργαστου δέρματος, η κατεργασία του, το άργασμά του
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δέψη
|