δήμευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δήμευση | οι | δημεύσεις |
γενική | της | δήμευσης* | των | δημεύσεων |
αιτιατική | τη | δήμευση | τις | δημεύσεις |
κλητική | δήμευση | δημεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δημεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δήμευση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δήμευση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δήμευση
|