δήμευση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δήμευση οι δημεύσεις
      γενική της δήμευσης* των δημεύσεων
    αιτιατική τη δήμευση τις δημεύσεις
     κλητική δήμευση δημεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δημεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δήμευση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δήμευση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]