Μετάβαση στο περιεχόμενο

δίβολος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: δίβουλος

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δίβολος < δί- + βάλλω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

[επεξεργασία]

δίβολος, -η, -ον

  1. που έχει ριχτεί δυο φορές
    παράδειγμα  δίβολος χλαῖνα (χλαίνη που έχει ριχτεί δύο φορές)
  2. που έχει δύο αιχμές
      ἄγκυρα ξυλίνη δίβολος (Searchable Greek Inscriptions, Delos — 166-157/6 BC, ID 1412, The Packard Humanities Institute, )