δίβολος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δίβολος < δί- + βάλλω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
δίβολος, -η, -ον
- που έχει ριχτεί δυο φορές
- ↪ δίβολος χλαῖνα (χλαίνη που έχει ριχτεί δύο φορές)
- που έχει δύο αιχμές
- ※ ἄγκυρα ξυλίνη δίβολος (Searchable Greek Inscriptions, Delos — 166-157/6 BC, ID 1412, The Packard Humanities Institute, [1])
Πηγές[επεξεργασία]
- δίβολος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δίβολος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.