δίδακτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα δίδακτρα
      γενική των διδάκτρων
    αιτιατική τα δίδακτρα
     κλητική δίδακτρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δίδακτρα < (ελληνιστική κοινήδίδακτρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δίδακτρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ δίδακτρ
      γενική τῶν διδάκτρων
      δοτική τοῖς διδάκτροις
    αιτιατική τὰ δίδακτρ
     κλητική ! δίδακτρ
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δίδακτρα < διδάσκω + -τρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δίδακτρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]