δίδραχμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δίδραχμο τα δίδραχμα
      γενική του δίδραχμου των δίδραχμων
    αιτιατική το δίδραχμο τα δίδραχμα
     κλητική δίδραχμο δίδραχμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δίδραχμο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίδραχμον.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε δί- + -δραχμο
Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος: χάρτινο δίδραχμο έκδοσης του 1885

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δίδραχμο ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) νόμισμα δύο δραχμών, κατά κανόνα κέρμα
     συνώνυμα: δίφραγκο
  2. (νόμισμα, ιστορία) το αρχαίο αττικό νόμισμα δύο δραχμών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα


Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

δίδραχμο