δίεδρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίεδρος | η | δίεδρη | το | δίεδρο |
γενική | του | δίεδρου | της | δίεδρης | του | δίεδρου |
αιτιατική | τον | δίεδρο | τη | δίεδρη | το | δίεδρο |
κλητική | δίεδρε | δίεδρη | δίεδρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίεδροι | οι | δίεδρες | τα | δίεδρα |
γενική | των | δίεδρων | των | δίεδρων | των | δίεδρων |
αιτιατική | τους | δίεδρους | τις | δίεδρες | τα | δίεδρα |
κλητική | δίεδροι | δίεδρες | δίεδρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δίεδρος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dièdre < αρχαία ελληνική δι- + ἕδρα
Επίθετο[επεξεργασία]
δίεδρος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωμετρία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)