δίκαννος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίκαννος η δίκαννη το δίκαννο
      γενική του δίκαννου της δίκαννης του δίκαννου
    αιτιατική τον δίκαννο τη δίκαννη το δίκαννο
     κλητική δίκαννε δίκαννη δίκαννο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίκαννοι οι δίκαννες τα δίκαννα
      γενική των δίκαννων των δίκαννων των δίκαννων
    αιτιατική τους δίκαννους τις δίκαννες τα δίκαννα
     κλητική δίκαννοι δίκαννες δίκαννα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δίκαννος < δι- + κάννη + -ος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈði.ka.nos/

Επίθετο[επεξεργασία]

δίκαννος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]