δίκλιτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίκλιτος η δίκλιτη το δίκλιτο
      γενική του δίκλιτου της δίκλιτης του δίκλιτου
    αιτιατική τον δίκλιτο τη δίκλιτη το δίκλιτο
     κλητική δίκλιτε δίκλιτη δίκλιτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίκλιτοι οι δίκλιτες τα δίκλιτα
      γενική των δίκλιτων των δίκλιτων των δίκλιτων
    αιτιατική τους δίκλιτους τις δίκλιτες τα δίκλιτα
     κλητική δίκλιτοι δίκλιτες δίκλιτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δίκλιτος < δί- (δις) + κλιτύς ή κλίτος + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

δίκλιτος

  1. που έχει δύο κλίτη
  2. που έχει δύο κλιτύες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]