δίκορκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίκορκος | η | δίκορκη | το | δίκορκο |
γενική | του | δίκορκου | της | δίκορκης | του | δίκορκου |
αιτιατική | τον | δίκορκο | τη | δίκορκη | το | δίκορκο |
κλητική | δίκορκε | δίκορκη | δίκορκο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίκορκοι | οι | δίκορκες | τα | δίκορκα |
γενική | των | δίκορκων | των | δίκορκων | των | δίκορκων |
αιτιατική | τους | δίκορκους | τις | δίκορκες | τα | δίκορκα |
κλητική | δίκορκοι | δίκορκες | δίκορκα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]δίκορκος και δίκροκος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη δίκροκος