δίκτυον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Δίκτυον

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δίκτυον τὰ δίκτυ
      γενική τοῦ δικτύου τῶν δικτύων
      δοτική τῷ δικτύ τοῖς δικτύοις
    αιτιατική τὸ δίκτυον τὰ δίκτυ
     κλητική ! δίκτυον δίκτυ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δικτύω
γεν-δοτ τοῖν  δικτύοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δίκτυον < δικον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δίκτυον ουδέτερο

  1. δίχτυ
  2. πυθμένας κόσκινου

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]