δίμηνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δίμηνο | τα | δίμηνα |
γενική | του | δίμηνου & διμήνου |
των | δίμηνων & διμήνων |
αιτιατική | το | δίμηνο | τα | δίμηνα |
κλητική | δίμηνο | δίμηνα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δίμηνο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δίμηνος < αρχαία ελληνική δίμηνος < δι- + μήν < πρωτοελληνική *méns < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mḗh₁n̥s < *meh₁- (μετρώ)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δίμηνο ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
|
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- τρίμηνο
- τετράμηνο
- πεντάμηνο
- εξάμηνο
- επτάμηνο
- οκτάμηνο
- εννιάμηνο
- δεκάμηνο
- εντεκάμηνο / ενδεκάμηνο
- δωδεκάμηνο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)