δίνοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
δίνοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δίνω
- ↪ Εκλεισαν την συμφωνία δίνοντας τα χέρια.
- ↪ Τον έβριζε δίνοντάς του και σπρωξιές -επενέβη τελικά η αστυνομία, δίνοντας τέλος στον καβγά.