δίολκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | δίολκος | οι | δίολκοι |
γενική | του/της του |
διόλκου δίολκου |
των | διόλκων |
αιτιατική | τον/τη | δίολκο | τους/τις τους |
διόλκους δίολκους |
κλητική | δίολκε | δίολκοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δίολκος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δίολκος (αρσενικό)[1] < αρχαία ελληνική διέλκω < διά (δί-) + ἕλκω / ὁλκός (ουσιαστικό και επίθετο)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈði.ol.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐ολ‐κος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δίολκος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιστορία) ειδικά κατασκευασμένο μονοπάτι πάνω στο οποίο έσερναν τα πλοία στην αρχαιότητα, προκειμένου να τα περάσουν από τη μια μεριά του ισθμού της Κορίνθου στην άλλη
- ※ Η Δίολκος (ορθό και ως αρσενικό: Ο Δίολκος) ήταν ο ειδικής κατασκευής πλακόστρωτος δρόμος που συνέδεε τις δύο άκρες του Ισθμού της Κορίνθου και πάνω στον οποίο σύρονταν κατά την αρχαιότητα από δούλους τα πλοία από τον Κορινθιακό στον Σαρωνικό Κόλπο και αντίστροφα. (www.lifo.gr, 25.07.2013)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- «δίολκος» (αρσενικό) - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κάτοικος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)