δίπλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈði.pla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐πλα
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- δίπλα < διπλά < διπλός < ελληνιστική κοινή διπλός < αρχαία ελληνική διπλόος / διπλοῦς < δύο < πρωτοελληνική *dúwō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwóh₁ (δύο)
Επίρρημα[επεξεργασία]
δίπλα
- στο πλάι, παραπλεύρως, δεξιά ή αριστερά και σε σχετικά κοντινή απόσταση
- ↪ μένω δίπλα σε μια εκκλησία
- ↪ κάθισε δίπλα του να σας βγάλω μια φωτογραφία
- (σε περιπτώσεις σύγκρισης) σε σχέση με, συγκριτικά με
- ↪ αυτός είναι κοντός δίπλα στον αδελφό του
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- δίπλα δίπλα
- στέκομαι δίπλα (σε κάποιον): συμπαραστέκομαι (κάποιον)
- την πέφτω (από) δίπλα (σε κάποιον): πλησιάζω με υστεροβουλία, διπλαρώνω (κάποιον)
Επίθετο[επεξεργασία]
δίπλα άκλιτο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δίπλα άκλιτο
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στο πλάι
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δίπλα | οι | δίπλες |
γενική | της | δίπλας | — | |
αιτιατική | τη | δίπλα | τις | δίπλες |
κλητική | δίπλα | δίπλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

- δίπλα < διπλ(ώνω) + -α (αναδρομικός σχηματισμός)
- το γλυκό, από το σχήμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δίπλα θηλυκό
[επεξεργασία]
- αδιπλάρωτος
- διπλάρωμα
- διπλαρώνω
- → δείτε τη λέξη διπλώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδυμασία
|
γλυκό
|
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)