δίπορτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίπορτος | η | δίπορτη | το | δίπορτο |
γενική | του | δίπορτου | της | δίπορτης | του | δίπορτου |
αιτιατική | τον | δίπορτο | τη | δίπορτη | το | δίπορτο |
κλητική | δίπορτε | δίπορτη | δίπορτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίπορτοι | οι | δίπορτες | τα | δίπορτα |
γενική | των | δίπορτων | των | δίπορτων | των | δίπορτων |
αιτιατική | τους | δίπορτους | τις | δίπορτες | τα | δίπορτα |
κλητική | δίπορτοι | δίπορτες | δίπορτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈði.poɾ.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐πορ‐τος
Επίθετο
[επεξεργασία]δίπορτος, -η, -ο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δίπορτος
|