δίφρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δίφρος οι δίφροι
      γενική του δίφρου των δίφρων
    αιτιατική τον δίφρο τους δίφρους
     κλητική δίφρε δίφροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δίφρος < αρχαία ελληνική δίφρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δίφρος αρσενικό

  1. σκαμνάκι με τέσσερα ορθογώνια πόδια χωρίς πλάτη
    ο δίφρος θεωρούνταν από τους αρχαίους Έλληνες το απλούστερο και ευτελέστερο μεταξύ των καθισμάτων έπιπλο
  2. δίφρος οκλαδίας: σκαμνάκι αναδιπλούμενο.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δίφρος < δίφορος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δίφρος αρσενικό

  1. άρμα, ιδιαίτερα το πολεμικό άρμα στο οποίο επέβαιναν δύο άτομα, ο οδηγός και ο μαχητής
  2. σκαμνάκι

Αναφορές[επεξεργασία]

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883