δίχειρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίχειρος | η | δίχειρη | το | δίχειρο |
γενική | του | δίχειρου | της | δίχειρης | του | δίχειρου |
αιτιατική | τον | δίχειρο | τη | δίχειρη | το | δίχειρο |
κλητική | δίχειρε | δίχειρη | δίχειρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίχειροι | οι | δίχειρες | τα | δίχειρα |
γενική | των | δίχειρων | των | δίχειρων | των | δίχειρων |
αιτιατική | τους | δίχειρους | τις | δίχειρες | τα | δίχειρα |
κλητική | δίχειροι | δίχειρες | δίχειρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δίχειρος < ελληνιστική κοινή δίχειρ < αρχαία ελληνική δι- + χείρ
Επίθετο[επεξεργασία]
δίχειρος, -η, -ο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δίχειρος
|