δίχρωμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δίχρωμος < ελληνιστική κοινή δίχρωμος < αρχαία ελληνική δί- (δίς) + χρῶμ(α) + -ος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈði.xɾɔ.mɔs/
- συλλαβισμός : δί‐χρω‐μος
Επίθετο[επεξεργασία]
δίχρωμος, -η, -ο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- διχρωματικός
- διχρωμία
- διχρωμικός
- → δείτε τις λέξεις δύο και χρώμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δίχρωμος