δίωξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δίωξη | οι | διώξεις |
γενική | της | δίωξης* | των | διώξεων |
αιτιατική | τη | δίωξη | τις | διώξεις |
κλητική | δίωξη | διώξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διώξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δίωξη < αρχαία ελληνική δίωξις < διώκω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δίωξη θηλυκό
- νομική ποινική διαδικασία εναντίον ενός κατηγορουμένου που ασκείται από την εισαγγελική αρχή
- ο εισαγγελέας άσκησε δίωξη
- διώξεις: συστηματική λήψη δυσμενών μέτρων διοικητικού ή/και ποινικού χαρακτήρα εναντίον κάποιων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποινική δίωξη
διώξεις