δαίμων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαίμων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δαίμων (θεός, μοίρα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δαίμων αρσενικό
- (καθαρεύουσα) ο δαίμονας, κακοποιό πνεύμα, (αντίθετο του αγαθοεργού των αρχαίων)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη δαίμονας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | δαίμων | οἱ/αἱ | δαίμονες |
γενική | τοῦ/τῆς | δαίμονος | τῶν | δαιμόνων |
δοτική | τῷ/τῇ | δαίμονῐ | τοῖς/ταῖς | δαίμοσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν/τὴν | δαίμονᾰ | τοὺς/τὰς | δαίμονᾰς |
κλητική ὦ! | δαῖμον | δαίμονες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δαίμονε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δαιμόνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαίμων ήδη ομηρικό < θέμα δαι- (που συναντάμε και στο δαίομαι (μοιράζω), οπότε δαίμων (θεότητα που μοιράζει τη μοίρα) *deh₂-i- (μοιράζω, κόβω) [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δαίμων αρσενικό, θηλυκό
- (θρησκεία) θεός, θεότητα
- μοίρα, τύχη, κλήρος, πεπρωμένο
- κατὰ δαίμονα (κατά τύχη)
- το (καλό) πνεύμα που προστατεύει κάποιον
- (στον πληθυντικό δαίμονες) οι ψυχές (των ανθρώπων του χρυσού γένους και γενικότερα)
[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
[επεξεργασία]
- ↑ «δαίμονας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- δαίμων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δαίμων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (καθαρεύουσα)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (καθαρεύουσα)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Καθαρεύουσα από τα αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά από τα αρχαία ελληνικά (καθαρεύουσα)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'γείτων' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γείτων' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γείτων' κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)