δαιδάλλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
δαιδάλλω
- επεξεργάζομαι, εργάζομαι ως τεχνίτης
- καθιστώ περίπλοκο, εξαπατώ, παραπλανώ
- ...ἦ θαυματὰ πολλά, καί πού τι καὶ βροτῶν φάτις ὑπὲρ τὸν ἀλαθῆ λόγον δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις ἐξαπατῶντι μῦθοι: Θαύματ' αλήθεια είναι πολλά, και κάποιυ κι όσα οι άνθρωποι ιστορούνε έξω απο κάθε αλήθειας βγαίνουν νόημα.Τα παραμύθια, με λογής λογής ψέματα ξεμπολιασμένα, μας ξεγελούνε (Πίνδαρος, Ωδή Α΄, απόδοση Ιωάν. Γρυπάρης)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Δαίδαλος
- δαίδαλος, -η, -ον ( περίτεχνος, περίπλοκος)
- δαιδαλόω
- δαιδάλεος, -α, -ον
- δαίδαλμα