δαιμοναριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαιμοναριά οι δαιμοναριές
      γενική της δαιμοναριάς των δαιμοναριών
    αιτιατική τη δαιμοναριά τις δαιμοναριές
     κλητική δαιμοναριά δαιμοναριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δαιμοναριά < λείπει η ετυμολογία
Μια δαιμοναριά (Υοσκύαμος ο μέλας) στη Ρωσία.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ðe.mo.naɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δαι‐μο‐να‐ριά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δαιμοναριά θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]