δακέθυμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δακέθυμος < αρχαία ελληνικήδάκνω+ θυμός
Επίθετο
[επεξεργασία]δακέθυμος ουδέτερο -ον
- αυτός που κατατρώγει την καρδιά του, ο ψυχοφθόρος