δακρυϊκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ða.kɾi.iˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
δακρυϊκός, -ή, -ό
- αυτός που σχετίζεται με τα δάκρυα ή αναφέρεται σε αυτά
- δακρυϊκοί αδένες