δακρυόεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δακρυόεις < δάκρυον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

δακρυόεις, -εσσα, -εν

  1. (για πρόσωπα) γεμάτος δάκρυα, δακρυσμένος
    → δείτε παράθεμα στο δακρυόεν (το ουδέτερο, και ως επίρρημα)
  2. (για πράγματα) που προκαλεί δάκρυα, αξιοθρήνητος, αξιοδάκρυτος

Κλίση[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
δακρυοεντ-, θηλυκό: δακρυοετ-
ονομαστική δακρυόεις δακρυόεσσ τὸ δακρυόεν
      γενική τοῦ δακρυόεντος τῆς δακρυοέσσης τοῦ δακρυόεντος
      δοτική τῷ δακρυόεντ τῇ δακρυοέσσ τῷ δακρυόεντ
    αιτιατική τὸν δακρυόεντ τὴν δακρυόεσσᾰν τὸ δακρυόεν
δακρυόειν- στον ⌘Απολλώνιο 4.1291
     κλητική ! δακρυόεν δακρυόεσσ δακρυόεν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δακρυόεντες αἱ δακρυόεσσαι τὰ δακρυόεντ
      γενική τῶν δακρυοέντων τῶν δακρυοεσσῶν τῶν δακρυοέντων
      δοτική τοῖς δακρυόεσῐ(ν) ταῖς δακρυοέσσαις τοῖς δακρυοέσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς δακρυόεντᾰς τὰς δακρυοέσσᾱς τὰ δακρυόεντ
     κλητική ! δακρυόεντες δακρυόεσσαι δακρυόεντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δακρυόεντε τὼ δακρυοέσσ τὼ δακρυόεντε
      γεν-δοτ τοῖν δακρυοέντοιν τοῖν δακρυοέσσαιν τοῖν δακρυοέντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'χαρίεις' όπως «χαρίεις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Πηγές[επεξεργασία]