δακρυόεν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δακρυόεν: κλιτικός τύπος επιθέτου· το ουδέτερο ενικού και ως επίρρημα

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

δακρυόεν

Επίρρημα[επεξεργασία]

δακρυόεν