δακτυλίδιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δακτυλίδιον < δάκτυλος + κατάληξη υποκοριστικού -ίδιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δακτυλίδιον ουδέτερο

  1. το (μικρό) δάχτυλο, το δαχτυλάκι
    Ὦ σκυτοτόμε͵ μου τῆς γυναικὸς τοῦ ποδὸς τὸ δακτυλίδιον πιέζει τὸ ζυγόν͵ ἅθ΄ ἁπαλὸν ὄν (Αριστοφάνης, Λυσιστράτη, 415-418)
    Παπουτσή, της γυναίκας μου το δαχτυλάκι του ποδιού, έτσι τρυφερό καθώς είναι, το κορδόνι της το πιέζει (πληγώνει)
  2. το δαχτυλίδι
    ἀναθεὶς δακτυλίδιον χαλκοῦν ἐν τῷ Ἀσκληπιείῳ (Θεόφραστος, Χαρακτῆρες, 21.10.1)