δακτυλιόσχημος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δακτυλιόσχημος < δακτύλι(ος) + -ό- + -σχημος
Επίθετο
[επεξεργασία]δακτυλιόσχημος, -η, -ο
- που έχει σχήμα δακτυλίου
δακτυλιόσχημος, -η, -ο