Μετάβαση στο περιεχόμενο

δακτυλοβάμων

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δακτυλοβάμων η δακτυλοβάμων το δακτυλοβάμον
      γενική του δακτυλοβάμονος της δακτυλοβάμονος του δακτυλοβάμονος
    αιτιατική τον δακτυλοβάμονα τη δακτυλοβάμονα το δακτυλοβάμον
     κλητική δακτυλοβάμων δακτυλοβάμων δακτυλοβάμον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δακτυλοβάμονες οι δακτυλοβάμονες τα δακτυλοβάμονα
      γενική των δακτυλοβαμόνων των δακτυλοβαμόνων των δακτυλοβαμόνων
    αιτιατική τους δακτυλοβάμονες τις δακτυλοβάμονες τα δακτυλοβάμονα
     κλητική δακτυλοβάμονες δακτυλοβάμονες δακτυλοβάμονα
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «αιδήμων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δακτυλοβάμων < (δάκτυλος) + δακτυλο- + αρχαία ελληνική -βάμων (< βαίνω) κατά το ελληνιστικό πτεροβάμων[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ðaˈkti.loˈva.mon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δακτυλοβάμων
ομόηχο: δακτυλοβάμον

Επίθετο

[επεξεργασία]

δακτυλοβάμων, -ων, -ον

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]