δακτυλογραφημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δακτυλογραφημένος η δακτυλογραφημένη το δακτυλογραφημένο
      γενική του δακτυλογραφημένου της δακτυλογραφημένης του δακτυλογραφημένου
    αιτιατική τον δακτυλογραφημένο τη δακτυλογραφημένη το δακτυλογραφημένο
     κλητική δακτυλογραφημένε δακτυλογραφημένη δακτυλογραφημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δακτυλογραφημένοι οι δακτυλογραφημένες τα δακτυλογραφημένα
      γενική των δακτυλογραφημένων των δακτυλογραφημένων των δακτυλογραφημένων
    αιτιατική τους δακτυλογραφημένους τις δακτυλογραφημένες τα δακτυλογραφημένα
     κλητική δακτυλογραφημένοι δακτυλογραφημένες δακτυλογραφημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δακτυλογραφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δακτυλογραφώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ða.kti.lo.ɣɾa.fiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δα‐κτυ‐λο‐γρα‐φη‐μέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

δακτυλογραφημένος -η -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]