δαμάσκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δαμάσκο | τα | δαμάσκα |
γενική | του | δαμάσκου | των | δαμάσκων |
αιτιατική | το | δαμάσκο | τα | δαμάσκα |
κλητική | δαμάσκο | δαμάσκα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαμάσκο < (άμεσο δάνειο) ιταλική damasco < Damasco (Δαμασκός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δαμάσκο ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Δαμασκός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- δαμάσκο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δαμάσκο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)