δαμίν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δαμίν < δαγμίον ή δαγμεῖον (δάγκωμα) < ελληνιστική κοινή δαγμός (δάγκωμα)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

δαμίν

  • λίγο, λιγάκι
    ※  12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Δ', στίχ. 235 (235-239) @anemi.lib.uoc.gr
    δός με ὀλίγον ἔντερον, δός με δαμίν μαστάριν,
    λαπάραν ἐκ τὴν λαπάραν σου, ἐξ αὐτὴν τὴν βαστάζεις,
    λαπάραν τραγανόδεχτον τὴν ἄντικρυς νευρώδη,
    τὴν ἐκδαρμένην πάντοτε καὶ μὴ παχαινευμένην,
    τὴν οὖσαν σταφιδόχνοτον, τὴν ἀκροσαχνισμένην.
    D. C. Hesseling & Hubert Pernot (επιμ.), Poèmes prodromiques en grec vulgaire [Verhandelingender Koninklijke Akademie van Wetenschappen te Amsterdam, Afdeeling Letterkunde, Nieuwe Reeks, Deel XI, No 1], Johanes Müller, Amsterdam 1910.
    ※  14ος αιώνας, Διήγησις παιδιόφραστος τῶν τετραπόδων ζώων, ανωνύμου, στίχ. 646 (644-648), στο Wilhelm Wagner, (επιμ.), Carmina graeca medii aevi, Teubner, Λειψία 1874, σ. 141-178.
    ὡς ἤκουσεν ὁ γάδαρος βοὸς τὰς καυχησίας,
    πῶς ἂν τὸ νεῦρόν του μακρὸν καὶ ἐξεπυρωμένον,
    δαμὶν ἐτζιλιπούρδησεν, ἐγκάρισεν ὀλίγον,
    πορδοκοπῶν ἐπέδραμεν, ἐστάθην εἰς τὸ μέσον,
    ἐμπρὸς τ᾽ ὠτιά του ἔστησεν καὶ πρὸς τὸν βοῦν ἐλάλει

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]