δαμασκηνουργείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαμασκηνουργείο < δαμασκηνουργός + -είο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δαμασκηνουργείο ουδέτερο
- το εργαστήριο του δαμασκηνουργού όπου γίνονται δαμασκηνώσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δαμασκηνουργείο
|